σάλπιγξ

σάλπιγξ
σάλπ-ιγξ, ιγγος, ,
A war-trumpet,

ὅτε τ' ἴαχε σάλπιγξ Il.18.219

;

σ. ἡ ἱερά Artem.1.56

, cf. Lyd.Mens.4.73:—on various σάλπιγγες, v. Poll.4.85 sq., Sch.Il. l.c.:—

σ. Τυρσηνική A.Eu.568

, E. Ph.1378, Heracl.831; ὑπαὶ σάλπιγγος by sound of trumpet, S.El.711, cf. Ar.Ach.1001; also ἀπὸ ς. X.Eq.Mag.3.12, Plb.4.13.1.
2 metaph., Πιερικὰ ς., of Pindar, AP7.34 (Antip. Sid.); οὐρανίη ς. thunder, Tryph.327, Nonn.D.2.558.
II = σάλπισμα, ap.Arist. Rh.1408a9.
III σ. θαλασσία, = στρόμβος 2, Archil.192; cf. σάλπη.
IV name of a bird, Hsch. (perh. = σαλπιγκτής 2).
V a kind of comet, Ptol.Tetr.90.
VI epith. of Athena at Argos, Lyc.915,986, Paus.2.21.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σάλπιγξ — saupe fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελική Σάλπιγξ — Το αρχαιότερο ελληνικό θρησκευτικό περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο ιεροκήρυκας Γερμανός. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο (1834 35) και η έκδοσή του συνεχίστηκε στην Αθήνα (1835 38). Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε και θρησκευτικό περιοδικό στην Κέρκυρα (1852) …   Dictionary of Greek

  • Сальпинга — (σάλπιγξ) греческое название длинной трубы (= лат. tuba), которой давались на войне сигналы. С. употреблялась также при религиозных церемониях …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σαλπίγγων — σάλπιγξ saupe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγας — σάλπιγξ saupe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγες — σάλπιγξ saupe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγι — σάλπιγξ saupe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”